ζῳωτός

ζῳωτός
ζῳωτός (with ι, Inscrr., v. infr.), ή, όν, also ός, όν Charesap.Ath. 12.538d: ([etym.] ζῷον):—
A adorned with figures,

φαρέτρα IG11(2).161

B100 (Delos, iii B.C.);

χιτών Callix.2

;

ἐφαπτίς Plb.30.25.10

;

σκύφος OGI 214.54

(iii B.C.);

αὐλαῖαι Chares

l.c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωωτός — ζῳωτός, όν, θηλ. και ή (Α) αυτός που είναι ζωγραφισμένος, κεντημένος ή διακοσμημένος με εικόνες ζώων («ζῳωτὸς χιτών», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • SIGILLA — in vestibus, ζώδια sunt, h. e. sigurae vel hominum vel bestiarum, aurô vel purpurâ expressae: sicut clavit, Graecis σημεῖα, rotundae vel quadratae solum, imaginem nullam exprimentes. Hinc ζωδιωτὰ, sigillata. Hesychio, ζωδιωτὸς χιτὼν, sigillata… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζωδιωτός — ζῳδιωτός, ή, όν (Α) ζωωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κατάλ. ωτός (πρβλ. αρθρ ωτός, οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”